- φανότης
- -ότητος, ἡ, ΜΑ [φανός (II)]1. η ιδιότητα τού φανού (II), λαμπρότητα, φωτεινότητα2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐνάργεια ἡ τῶν λόγων λευκότης καὶ φανότης».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανότης — brightness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανότητα — φανότης brightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανότητι — φανότης brightness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανότητος — φανότης brightness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)